Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντικτόνος
ἀντικῡ́ρω
ἀντικωμῳδέω
ἀντιλαβή
ἀντιλαγχάνω
ἀντιλάζυμαι
ἀντιλακτίζω
ἀντιλαμβάνω
ἀντιλάμπω
ἀντιλέγω
ἀντίλεκτος
Ἀντιλέων
ἀντίληξις
ἀντίληψις
ἀντιλογέω
ἀντιλογίᾱ
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀντίλογος
ἀντιλοιδορέω
ἀντιλῡπέω
View word page
ἀντίλεκτος
ἀντίλεκτοςονadj of a boundarydisputableTh.

ShortDef

disputably

Debugging

Headword:
ἀντίλεκτος
Headword (normalized):
ἀντίλεκτος
Headword (normalized/stripped):
αντιλεκτος
IDX:
5923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5924
Key:
ἀντίλεκτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀντίλεκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀντίλεκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a boundary</Indic><Tr>disputable</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀντίλεκτος'}