Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπροσόμῑλος
ἀπροσόρᾱτος
ἀπροσπέλαστος
ἀπροστάσιον
ἀπρόσφθεγκτος
ἀπρόσφορος
ἀπρόσωπος
ἀπροτίμαστος
ἀπροφάσιστος
ἀπρόφατος
ἀπροφύλακτος
ἀπταισίᾱ
ἄπταιστος
ἁπτέον
ἀπτερέως
ἄπτερος
ἄπτερος
ἀπτερύσσομαι
ἀπτήν
ἀπτοεπής
ἀπτόλεμος
View word page
ἀ-προφύλακτος
προφύλακτοςονadjπροφυλάσσω of a warimpossible to take precautions againstTh.

ShortDef

not guarded against, unforeseen

Debugging

Headword:
ἀπροφύλακτος
Headword (normalized):
ἀπροφύλακτος
Headword (normalized/stripped):
απροφυλακτος
IDX:
590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-591
Key:
ἀπροφύλακτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-προφύλακτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>προφύλακτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προφυλάσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a war</Indic><Tr>impossible to take precautions against</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπροφύλακτος'}