Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιθέω
ἀντίθημι
ἀντιθρῴσκω
ἀντίθυρον
ἀντικάθημαι
ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίστημι
ἀντικακουργέω
ἀντικαλέω
ἀντικαταθνῄσκω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικατάστασις
ἀντικατατείνω
ἀντικατηγορέω
ἀντικάτημαι
ἀντικατίζομαι
ἀντικατίστημι
Ἀντικάτων
ἀντικᾱ́ω
ἀντίκειμαι
View word page
ἀντι-καταλείπω
ἀντικαταλείπωvb of a magistrate, at deathleave behind as a replacementa successor whom he has trainedPl.

ShortDef

to leave in one's stead

Debugging

Headword:
ἀντικαταλείπω
Headword (normalized):
ἀντικαταλείπω
Headword (normalized/stripped):
αντικαταλειπω
IDX:
5887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5888
Key:
ἀντικαταλείπω

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-καταλείπω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντι<hyph/>καταλείπω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a magistrate, at death</Indic><Tr>leave behind as a replacement</Tr><Obj>a successor whom he has trained<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντικαταλείπω'}