Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιθεραπεύω
ἀντίθεσις
ἀντίθετον
ἀντιθέω
ἀντίθημι
ἀντιθρῴσκω
ἀντίθυρον
ἀντικάθημαι
ἀντικαθίζομαι
ἀντικαθίστημι
ἀντικακουργέω
ἀντικαλέω
ἀντικαταθνῄσκω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικατάστασις
ἀντικατατείνω
ἀντικατηγορέω
ἀντικάτημαι
ἀντικατίζομαι
ἀντικατίστημι
View word page
ἀντι-κακουργέω
ἀντικακουργέωcontr.vb inflict an injury in retaliationPl.

ShortDef

to damage in turn

Debugging

Headword:
ἀντικακουργέω
Headword (normalized):
ἀντικακουργέω
Headword (normalized/stripped):
αντικακουργεω
IDX:
5884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5885
Key:
ἀντικακουργέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-κακουργέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντι<hyph/>κακουργέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>inflict an injury in retaliation</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντικακουργέω'}