Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπροσλόγως
ἀπρόσμαχος
ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμῑλος
ἀπροσόρᾱτος
ἀπροσπέλαστος
ἀπροστάσιον
ἀπρόσφθεγκτος
ἀπρόσφορος
ἀπρόσωπος
ἀπροτίμαστος
ἀπροφάσιστος
ἀπρόφατος
ἀπροφύλακτος
ἀπταισίᾱ
ἄπταιστος
ἁπτέον
ἀπτερέως
ἄπτερος
ἄπτερος
View word page
ἀ-πρόσωπος
πρόσωποςονadjπρόσωπον of a youthfacelessi.e. without a face that catches the attentionPl.

ShortDef

without a face

Debugging

Headword:
ἀπρόσωπος
Headword (normalized):
ἀπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
απροσωπος
IDX:
586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-587
Key:
ἀπρόσωπος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-πρόσωπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>πρόσωπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρόσωπον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a youth</Indic><Tr>faceless<Expl>i.e. without a face that catches the attention</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπρόσωπος'}