Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπρόσκοπος
ἀπροσλόγως
ἀπρόσμαχος
ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμῑλος
ἀπροσόρᾱτος
ἀπροσπέλαστος
ἀπροστάσιον
ἀπρόσφθεγκτος
ἀπρόσφορος
ἀπρόσωπος
ἀπροτίμαστος
ἀπροφάσιστος
ἀπρόφατος
ἀπροφύλακτος
ἀπταισίᾱ
ἄπταιστος
ἁπτέον
ἀπτερέως
ἄπτερος
View word page
ἀ-πρόσφορος
πρόσφοροςονadj of islandsunsuitable, inhospitablew.dat.for sailors seeking to landE.

ShortDef

unsuitable, dangerous

Debugging

Headword:
ἀπρόσφορος
Headword (normalized):
ἀπρόσφορος
Headword (normalized/stripped):
απροσφορος
IDX:
585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-586
Key:
ἀπρόσφορος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-πρόσφορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>πρόσφορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of islands</Indic><Tr>unsuitable, inhospitable<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>for sailors seeking to land</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπρόσφορος'}