Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιδάκνω
ἀντιδανειστέον
ἀντιδεξιόομαι
ἀντιδέομαι
ἀντιδέρκομαι
ἀντιδέχομαι
ἀντιδημαγωγέω
ἀντιδιαβαίνω
ἀντιδιαβάλλω
ἀντιδιαπλέκω
ἀντιδιδάσκω
ἀντιδίδωμι
ἀντιδιέξειμι
ἀντιδιεξέρχομαι
ἀντιδικέω
ἀντίδικος
ἀντιδοξάζω
ἀντιδοξέω
ἀντίδοσις
ἀντιδουλεύω
ἀντίδουλος
View word page
ἀντι-διδάσκω
ἀντιδιδάσκωvb of a dithyrambic poetdirect a rival performanceAr.

ShortDef

to teach in turn

Debugging

Headword:
ἀντιδιδάσκω
Headword (normalized):
ἀντιδιδάσκω
Headword (normalized/stripped):
αντιδιδασκω
IDX:
5857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5858
Key:
ἀντιδιδάσκω

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-διδάσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντι<hyph/>διδάσκω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a dithyrambic poet</Indic><Tr>direct a rival performance</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντιδιδάσκω'}