Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος
ἀπροσλόγως
ἀπρόσμαχος
ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμῑλος
ἀπροσόρᾱτος
ἀπροσπέλαστος
ἀπροστάσιον
ἀπρόσφθεγκτος
ἀπρόσφορος
ἀπρόσωπος
ἀπροτίμαστος
ἀπροφάσιστος
ἀπρόφατος
ἀπροφύλακτος
ἀπταισίᾱ
ἄπταιστος
ἁπτέον
ἀπτερέως
View word page
ἀ-πρόσφθεγκτος
πρόσφθεγκτοςονadjπροσφθεγκτός of a personnot addressedE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπρόσφθεγκτος
Headword (normalized):
ἀπρόσφθεγκτος
Headword (normalized/stripped):
απροσφθεγκτος
IDX:
584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-585
Key:
ἀπρόσφθεγκτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-πρόσφθεγκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>πρόσφθεγκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσφθεγκτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>not addressed</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπρόσφθεγκτος'}