Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιβάλλω
ἀντίβασις
ἀντιβατικός
ἀντίβιος
ἀντιβλάπτω
ἀντιβλέπω
ἀντίβλεψις
ἀντιβοάω
ἀντιβοηθέω
ἀντιβολέω
ἀντιβόλησις
ἀντιβολίᾱ
ἀντιγενεηλογέω
ἀντιγνωμονέω
Ἀντιγόνη
ἀντιγραφεύς
ἀντιγραφή
ἀντίγραφος
ἀντιγράφω
ἀντιδάκνω
ἀντιδανειστέον
View word page
ἀντιβόλησις
ἀντιβόλησιςεωςf entreatyby a defendant, a loverPl.

ShortDef

entreaty, prayer

Debugging

Headword:
ἀντιβόλησις
Headword (normalized):
ἀντιβόλησις
Headword (normalized/stripped):
αντιβολησις
IDX:
5838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5839
Key:
ἀντιβόλησις

Data

{'headword_display': '<b>ἀντιβόλησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀντιβόλησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>entreaty<Expl>by a defendant, a lover</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀντιβόλησις'}