Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος
ἀπροσλόγως
ἀπρόσμαχος
ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμῑλος
ἀπροσόρᾱτος
ἀπροσπέλαστος
ἀπροστάσιον
ἀπρόσφθεγκτος
ἀπρόσφορος
ἀπρόσωπος
ἀπροτίμαστος
ἀπροφάσιστος
ἀπρόφατος
ἀπροφύλακτος
ἀπταισίᾱ
ἄπταιστος
View word page
ἀ-προσπέλαστος
προσπέλαστοςονadjπροσπελάζω of a tombunapproachablePlu.

ShortDef

unapproachable

Debugging

Headword:
ἀπροσπέλαστος
Headword (normalized):
ἀπροσπέλαστος
Headword (normalized/stripped):
απροσπελαστος
IDX:
582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-583
Key:
ἀπροσπέλαστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-προσπέλαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>προσπέλαστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσπελάζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a tomb</Indic><Tr>unapproachable</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπροσπέλαστος'}