Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπρόσιτος
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος
ἀπροσλόγως
ἀπρόσμαχος
ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμῑλος
ἀπροσόρᾱτος
ἀπροσπέλαστος
ἀπροστάσιον
ἀπρόσφθεγκτος
ἀπρόσφορος
ἀπρόσωπος
ἀπροτίμαστος
ἀπροφάσιστος
ἀπρόφατος
ἀπροφύλακτος
ἀπταισίᾱ
View word page
ἀ-προσόρᾱτος
προσόρᾱτοςονadjπροσοράω of sufferingunbearable to seePi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπροσόρᾱτος
Headword (normalized):
ἀπροσόρᾱτος
Headword (normalized/stripped):
απροσορατος
IDX:
581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-582
Key:
ἀπροσόρᾱτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-προσόρᾱτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>προσόρᾱτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσοράω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of suffering</Indic><Tr>unbearable to see</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπροσόρᾱτος'}