Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπρόσικτα
ἀπρόσιτος
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος
ἀπροσλόγως
ἀπρόσμαχος
ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμῑλος
ἀπροσόρᾱτος
ἀπροσπέλαστος
ἀπροστάσιον
ἀπρόσφθεγκτος
ἀπρόσφορος
ἀπρόσωπος
ἀπροτίμαστος
ἀπροφάσιστος
ἀπρόφατος
ἀπροφύλακτος
View word page
ἀ-προσόμῑλος
προσόμῑλοςονadjπροσομῑλέω of old ageunsociableS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπροσόμῑλος
Headword (normalized):
ἀπροσόμῑλος
Headword (normalized/stripped):
απροσομιλος
IDX:
580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-581
Key:
ἀπροσόμῑλος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-προσόμῑλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>προσόμῑλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσομῑλέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of old age</Indic><Tr>unsociable</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπροσόμῑλος'}