Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντεπιτίθημι
ἀντεπιχειρέω
ἀντεραστής
ἀντεράω
ἀντερείδω
ἀντέρεισις
ἀντέρομαι
ἀντερύομαι
ἀντέρως
ἀντερωτάω
ἀντεταγών
ἀντευεργετέω
ἀντευεργετικός
ἀντευποιέω
ἀντεφορμέω
ἀντεφόρμησις
ἀντέχω
ἀντήλιος
ἀντημοιβός
ἄντην
ἀντήνωρ
View word page
ἀν-τεταγών
ἀντεταγώνep.masc.sg.redupl.aor.2 ptcplἀνά having snatched upan axeAR.cj.

ShortDef

holding aloft

Debugging

Headword:
ἀντεταγών
Headword (normalized):
ἀντεταγών
Headword (normalized/stripped):
αντεταγων
IDX:
5803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5804
Key:
ἀντεταγών

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-τεταγών</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀν<hyph/>τεταγών</HL><PS>ep.masc.sg.redupl.aor.2 ptcpl</PS><Ety><Ref>ἀνά</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>having snatched up</Tr><Obj>an axe<Au>AR.<LblR>cj.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντεταγών'}