Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντεπισκώπτω
ἀντεπιστρατεύω
ἀντεπιτάσσω
ἀντεπιτειχίζομαι
ἀντεπιτίθημι
ἀντεπιχειρέω
ἀντεραστής
ἀντεράω
ἀντερείδω
ἀντέρεισις
ἀντέρομαι
ἀντερύομαι
ἀντέρως
ἀντερωτάω
ἀντεταγών
ἀντευεργετέω
ἀντευεργετικός
ἀντευποιέω
ἀντεφορμέω
ἀντεφόρμησις
ἀντέχω
View word page
ἀντ-έρομαι
ἀντέρομαι
Ion.ἀντείρομαι
mid.vb
asksts. w.acc.someonein replyHdt. X.

ShortDef

to ask in turn (see ἀντείρομαι)

Debugging

Headword:
ἀντέρομαι
Headword (normalized):
ἀντέρομαι
Headword (normalized/stripped):
αντερομαι
IDX:
5799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5800
Key:
ἀντέρομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀντ-έρομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντ<hyph/>έρομαι</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>ἀντείρομαι</FmHL></DL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>ask<Prnth>sts. <GLbl>w.acc.</GLbl>someone</Prnth>in reply</Tr><Au>Hdt. X.<NBPlus/></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντέρομαι'}