Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπροσήγορος
ἀπρόσικτα
ἀπρόσιτος
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος
ἀπροσλόγως
ἀπρόσμαχος
ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμῑλος
ἀπροσόρᾱτος
ἀπροσπέλαστος
ἀπροστάσιον
ἀπρόσφθεγκτος
ἀπρόσφορος
ἀπρόσωπος
ἀπροτίμαστος
ἀπροφάσιστος
ἀπρόφατος
View word page
ἀ-πρόσοιστος
πρόσοιστοςονadjπροσοίσω, seeπροσφέρω of an armyimpossible to engageirresistiblehard to handleA. ἀπροσοίστωςadv unsociablyIsoc.

ShortDef

not to be withstood, irresistible

Debugging

Headword:
ἀπρόσοιστος
Headword (normalized):
ἀπρόσοιστος
Headword (normalized/stripped):
απροσοιστος
IDX:
579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-580
Key:
ἀπρόσοιστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-πρόσοιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>πρόσοιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσοίσω</Ref>, see<Ref>προσφέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an army</Indic><Def>impossible to engage</Def><Tr>irresistible<or/>hard to handle</Tr><Au>A.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>ἀπροσοίστως</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>unsociably</Tr><Au>Isoc.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'ἀπρόσοιστος'}