Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπροσηγορίᾱ
ἀπροσήγορος
ἀπρόσικτα
ἀπρόσιτος
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος
ἀπροσλόγως
ἀπρόσμαχος
ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμῑλος
ἀπροσόρᾱτος
ἀπροσπέλαστος
ἀπροστάσιον
ἀπρόσφθεγκτος
ἀπρόσφορος
ἀπρόσωπος
ἀπροτίμαστος
ἀπροφάσιστος
View word page
ἀ-πρόσμικτος
πρόσμικτοςονadjπροσμείγνῡμι of a peoplenot associatingw.dat.w. foreignersHdt.

ShortDef

holding no communion with

Debugging

Headword:
ἀπρόσμικτος
Headword (normalized):
ἀπρόσμικτος
Headword (normalized/stripped):
απροσμικτος
IDX:
578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-579
Key:
ἀπρόσμικτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-πρόσμικτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>πρόσμικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσμείγνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a people</Indic><Tr>not associating<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. foreigners</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπρόσμικτος'}