Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντεξετάζω
ἀντεξιππεύω
ἀντεξόρμησις
ἀντεπάγω
ἀντεπαινέω
ἀντεπανάγομαι
ἀντέπειμι
ἀντεπεξάγω
ἀντεπέξειμι
ἀντεπεξελαύνω
ἀντεπεξέρχομαι
ἀντεπιβουλεύω
ἀντεπιγράφω
ἀντεπιδείκνῡμι
ἀντεπιθῡμέω
ἀντεπικουρέω
ἀντεπιμελέομαι
ἀντεπιπλέω
ἀντεπισκώπτω
ἀντεπιστρατεύω
ἀντεπιτάσσω
View word page
ἀντ-επεξέρχομαι
ἀντεπεξέρχομαιmid.vb of an armygo out to engagew. the enemyTh.

ShortDef

march out to meet an enemy

Debugging

Headword:
ἀντεπεξέρχομαι
Headword (normalized):
ἀντεπεξέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
αντεπεξερχομαι
IDX:
5781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5782
Key:
ἀντεπεξέρχομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀντ-επεξέρχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντ<hyph/>επεξέρχομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of an army</Indic><Tr>go out to engage<Expl>w. the enemy</Expl></Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντεπεξέρχομαι'}