Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπροσδέητος
ἀπρόσδεικτος
ἀπρόσδεκτος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσηγορίᾱ
ἀπροσήγορος
ἀπρόσικτα
ἀπρόσιτος
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος
ἀπροσλόγως
ἀπρόσμαχος
ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμῑλος
ἀπροσόρᾱτος
ἀπροσπέλαστος
ἀπροστάσιον
ἀπρόσφθεγκτος
View word page
ἀ-πρόσκοπος1
πρόσκοπος1ονadjπροσκόπτω of a person's consciencenot stumbling by committing offencesfaultless, clearNT.

ShortDef

not stumbling, void of offence
unseeing, unexplored

Debugging

Headword:
ἀπρόσκοπος
Headword (normalized):
ἀπρόσκοπος
Headword (normalized/stripped):
απροσκοπος
IDX:
574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-575
Key:
ἀπρόσκοπος_1

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-πρόσκοπος</b><sup>1</sup>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>πρόσκοπος<Hm>1</Hm></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσκόπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person's conscience</Indic><Def>not stumbling <Expl>by committing offences</Expl></Def><Tr>faultless, clear</Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀπρόσκοπος_1'}