Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπρόσβατος
ἀπροσδεής
ἀπροσδέητος
ἀπρόσδεικτος
ἀπρόσδεκτος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσηγορίᾱ
ἀπροσήγορος
ἀπρόσικτα
ἀπρόσιτος
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος
ἀπροσλόγως
ἀπρόσμαχος
ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμῑλος
ἀπροσόρᾱτος
ἀπροσπέλαστος
View word page
ἀ-πρόσκεπτος
πρόσκεπτοςονadjπροσκέπτομαι of an activitynot considered in advanceX.of personslacking in foresightD.

ShortDef

unforeseen

Debugging

Headword:
ἀπρόσκεπτος
Headword (normalized):
ἀπρόσκεπτος
Headword (normalized/stripped):
απροσκεπτος
IDX:
572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-573
Key:
ἀπρόσκεπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-πρόσκεπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>πρόσκεπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσκέπτομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an activity</Indic><Tr>not considered in advance</Tr><Au>X.</Au></aS1><aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>lacking in foresight</Tr><Au>D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπρόσκεπτος'}