Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπρόρρητος
ἀπρόσβατος
ἀπροσδεής
ἀπροσδέητος
ἀπρόσδεικτος
ἀπρόσδεκτος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσηγορίᾱ
ἀπροσήγορος
ἀπρόσικτα
ἀπρόσιτος
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος
ἀπροσλόγως
ἀπρόσμαχος
ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμῑλος
ἀπροσόρᾱτος
View word page
ἀ-πρόσιτος
πρόσιτοςονadjπροσιτός of placesinaccessiblePlb.fig., of a personunapproachablew.dat.w. argumentsPlu.

ShortDef

unapproachable

Debugging

Headword:
ἀπρόσιτος
Headword (normalized):
ἀπρόσιτος
Headword (normalized/stripped):
απροσιτος
IDX:
571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-572
Key:
ἀπρόσιτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-πρόσιτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>πρόσιτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσιτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of places</Indic><Tr>inaccessible</Tr><Au>Plb.</Au></aS1><aS1><Indic>fig., of a person</Indic><Tr>unapproachable<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. arguments</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπρόσιτος'}