Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνταναπληρόω
ἀντάνειμι
ἀντανίσταμαι
ἀντανύω
ἀντάξιος
ἀνταξιόω
ἀνταπαιτέω
ἀνταπαμείβομαι
ἀνταποδείκνῡμι
ἀνταποδίδωμι
ἀνταπόδομα
ἀνταπόδοσις
ἀνταποθνῄσκω
ἀνταποκρῑ́νομαι
ἀνταποκτείνω
ἀνταπολαμβάνω
ἀνταπόλλῡμι
ἀνταπολογέομαι
ἀνταποπέρδομαι
ἀνταποστέλλω
ἀνταποφαίνω
View word page
ἀνταπόδομα
ἀνταπόδομαατοςn rewardfor kindnessNT.

ShortDef

repayment, requital

Debugging

Headword:
ἀνταπόδομα
Headword (normalized):
ἀνταπόδομα
Headword (normalized/stripped):
ανταποδομα
IDX:
5712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5713
Key:
ἀνταπόδομα

Data

{'headword_display': '<b>ἀνταπόδομα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνταπόδομα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>reward<Expl>for kindness</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνταπόδομα'}