Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνταναιρέω
ἀντανᾱλίσκω
ἀνταναμένω
ἀνταναπληρόω
ἀντάνειμι
ἀντανίσταμαι
ἀντανύω
ἀντάξιος
ἀνταξιόω
ἀνταπαιτέω
ἀνταπαμείβομαι
ἀνταποδείκνῡμι
ἀνταποδίδωμι
ἀνταπόδομα
ἀνταπόδοσις
ἀνταποθνῄσκω
ἀνταποκρῑ́νομαι
ἀνταποκτείνω
ἀνταπολαμβάνω
ἀνταπόλλῡμι
ἀνταπολογέομαι
View word page
ἀντ-απαμείβομαι
ἀνταπαμείβομαιmid.vb of the peoplereply in turnw.dat.to proposalsfr. kings and eldersTyrt.

ShortDef

to obey in turn

Debugging

Headword:
ἀνταπαμείβομαι
Headword (normalized):
ἀνταπαμείβομαι
Headword (normalized/stripped):
ανταπαμειβομαι
IDX:
5709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5710
Key:
ἀνταπαμείβομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀντ-απαμείβομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντ<hyph/>απαμείβομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of the people</Indic><Tr>reply in turn</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to proposals<Expl>fr. kings and elders</Expl><Au>Tyrt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνταπαμείβομαι'}