Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄνστᾱ
ἀνστᾱ́ς
ἄνστησον
ἀνστρέφω
ἀνσχεθέειν
ἀνσχετός
ἄντα
ἀνταγοράζω
ἀνταγορεύω
ἀνταγωνίζομαι
ἀνταγωνιστέω
ἀνταγωνιστής
ἀνταδικέω
ἀντᾴδω
ἀντᾱ́εις
ἀνταιδέομαι
ἀνταῖος
ἀνταῖος
Ἀνταῖος
ἀνταίρω
ἀνταιτέω
View word page
ἀνταγωνιστέω
ἀνταγωνιστέωcontr.vbἀνταγωνιστής be a rivalchallengerArist.

ShortDef

to oppose, be a rival

Debugging

Headword:
ἀνταγωνιστέω
Headword (normalized):
ἀνταγωνιστέω
Headword (normalized/stripped):
ανταγωνιστεω
IDX:
5677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5678
Key:
ἀνταγωνιστέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνταγωνιστέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνταγωνιστέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀνταγωνιστής</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be a rival<or/>challenger</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνταγωνιστέω'}