Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄνουσος
ἀνούτατος
ἀνοχή
ἀνοχλίζω
ἀνσπάω
ἄνστᾱ
ἀνστᾱ́ς
ἄνστησον
ἀνστρέφω
ἀνσχεθέειν
ἀνσχετός
ἄντα
ἀνταγοράζω
ἀνταγορεύω
ἀνταγωνίζομαι
ἀνταγωνιστέω
ἀνταγωνιστής
ἀνταδικέω
ἀντᾴδω
ἀντᾱ́εις
ἀνταιδέομαι
View word page
ἀνσχετός
ἀνσχετόςep.adjseeἀνασχετός

ShortDef

to be borne, sufferable, endurable

Debugging

Headword:
ἀνσχετός
Headword (normalized):
ἀνσχετός
Headword (normalized/stripped):
ανσχετος
IDX:
5672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5673
Key:
ἀνσχετός

Data

{'headword_display': '<b>ἀνσχετός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνσχετός</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνασχετός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνσχετός'}