Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνουθέτητος
ἄνους
ἄνουσος
ἀνούτατος
ἀνοχή
ἀνοχλίζω
ἀνσπάω
ἄνστᾱ
ἀνστᾱ́ς
ἄνστησον
ἀνστρέφω
ἀνσχεθέειν
ἀνσχετός
ἄντα
ἀνταγοράζω
ἀνταγορεύω
ἀνταγωνίζομαι
ἀνταγωνιστέω
ἀνταγωνιστής
ἀνταδικέω
ἀντᾴδω
View word page
ἀνστρέφω
ἀνστρέφωep.vbseeἀναστρέφω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνστρέφω
Headword (normalized):
ἀνστρέφω
Headword (normalized/stripped):
ανστρεφω
IDX:
5670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5671
Key:
ἀνστρέφω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνστρέφω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνστρέφω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀναστρέφω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνστρέφω'}