Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνούατος
ἀνουθέτητος
ἄνους
ἄνουσος
ἀνούτατος
ἀνοχή
ἀνοχλίζω
ἀνσπάω
ἄνστᾱ
ἀνστᾱ́ς
ἄνστησον
ἀνστρέφω
ἀνσχεθέειν
ἀνσχετός
ἄντα
ἀνταγοράζω
ἀνταγορεύω
ἀνταγωνίζομαι
ἀνταγωνιστέω
ἀνταγωνιστής
ἀνταδικέω
View word page
ἄνστησον
ἄνστησονep.aor.1 imperatv.ἀνστήσωep.fut.seeἀνίστημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄνστησον
Headword (normalized):
ἄνστησον
Headword (normalized/stripped):
ανστησον
IDX:
5669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5670
Key:
ἄνστησον

Data

{'headword_display': '<b>ἄνστησον</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἄνστησον<LblR>ep.aor.1 imperatv.</LblR></RefFm><RefFm>ἀνστήσω<LblR>ep.fut.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀνίστημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἄνστησον'}