Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπρομήθητος
ἀπρομηθίᾱ
ἀπρονόητος
ἀπρόξενος
ἀπρόοπτος
ἀπρόρρητος
ἀπρόσβατος
ἀπροσδεής
ἀπροσδέητος
ἀπρόσδεικτος
ἀπρόσδεκτος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσηγορίᾱ
ἀπροσήγορος
ἀπρόσικτα
ἀπρόσιτος
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος
ἀπροσλόγως
View word page
ἀ-πρόσδεκτος
πρόσδεκτοςονadjπροσδέχομαι of behaviourunacceptablePlb.

ShortDef

inadmissible

Debugging

Headword:
ἀπρόσδεκτος
Headword (normalized):
ἀπρόσδεκτος
Headword (normalized/stripped):
απροσδεκτος
IDX:
566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-567
Key:
ἀπρόσδεκτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-πρόσδεκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>πρόσδεκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσδέχομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of behaviour</Indic><Tr>unacceptable</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπρόσδεκτος'}