Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
ἀνουθέτητος
ἄνους
ἄνουσος
ἀνούτατος
ἀνοχή
ἀνοχλίζω
ἀνσπάω
ἄνστᾱ
ἀνστᾱ́ς
ἄνστησον
ἀνστρέφω
ἀνσχεθέειν
ἀνσχετός
ἄντα
ἀνταγοράζω
ἀνταγορεύω
ἀνταγωνίζομαι
View word page
ἀνσπάω
ἀνσπάωdial.contr.vbseeἀνασπάω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνσπάω
Headword (normalized):
ἀνσπάω
Headword (normalized/stripped):
ανσπαω
IDX:
5666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5667
Key:
ἀνσπάω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνσπάω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνσπάω</HL><PS>dial.contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνασπάω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνσπάω'}