Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνοσιουργίᾱ
ἀνοσιουργός
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
ἀνουθέτητος
ἄνους
ἄνουσος
ἀνούτατος
ἀνοχή
ἀνοχλίζω
ἀνσπάω
ἄνστᾱ
ἀνστᾱ́ς
ἄνστησον
ἀνστρέφω
ἀνσχεθέειν
ἀνσχετός
View word page
ἄνουσος
ἄνουσοςIon.adjseeἄνοσος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄνουσος
Headword (normalized):
ἄνουσος
Headword (normalized/stripped):
ανουσος
IDX:
5662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5663
Key:
ἄνουσος

Data

{'headword_display': '<b>ἄνουσος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἄνουσος</HL><PS>Ion.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἄνοσος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἄνουσος'}