Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιουργίᾱ
ἀνοσιουργός
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
ἀνουθέτητος
ἄνους
ἄνουσος
ἀνούτατος
ἀνοχή
ἀνοχλίζω
ἀνσπάω
ἄνστᾱ
ἀνστᾱ́ς
ἄνστησον
ἀνστρέφω
View word page
ἀ-νουθέτητος
νουθέτητοςονadjνουθετέω of a monarchfree from admonitionIsoc.

ShortDef

unwarned, unadmonished

Debugging

Headword:
ἀνουθέτητος
Headword (normalized):
ἀνουθέτητος
Headword (normalized/stripped):
ανουθετητος
IDX:
5660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5661
Key:
ἀνουθέτητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-νουθέτητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>νουθέτητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νουθετέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a monarch</Indic><Tr>free from admonition</Tr><Au>Isoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνουθέτητος'}