Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιουργίᾱ
ἀνοσιουργός
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
ἀνουθέτητος
ἄνους
ἄνουσος
ἀνούτατος
ἀνοχή
ἀνοχλίζω
ἀνσπάω
ἄνστᾱ
View word page
ἄ-νοστος
νοστοςονadjνόστος deprived of a return homeOd. E.

ShortDef

unreturning, without return

Debugging

Headword:
ἄνοστος
Headword (normalized):
ἄνοστος
Headword (normalized/stripped):
ανοστος
IDX:
5657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5658
Key:
ἄνοστος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-νοστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ<hyph/>νοστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νόστος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>deprived of a return home</Tr><Au>Od. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄνοστος'}