Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνόρνῡμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιουργίᾱ
ἀνοσιουργός
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
ἀνουθέτητος
ἄνους
ἄνουσος
ἀνούτατος
View word page
ἀνοσιουργός
ἀνοσιουργόςόνadjἔργον behaving impiouslyimpiousArist.

ShortDef

acting impiously

Debugging

Headword:
ἀνοσιουργός
Headword (normalized):
ἀνοσιουργός
Headword (normalized/stripped):
ανοσιουργος
IDX:
5653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5654
Key:
ἀνοσιουργός

Data

{'headword_display': '<b>ἀνοσιουργός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνοσιουργός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>behaving impiously</Def><Tr>impious</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνοσιουργός'}