Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπρόθῡμος
ἄπροικος
ἀπρομήθητος
ἀπρομηθίᾱ
ἀπρονόητος
ἀπρόξενος
ἀπρόοπτος
ἀπρόρρητος
ἀπρόσβατος
ἀπροσδεής
ἀπροσδέητος
ἀπρόσδεικτος
ἀπρόσδεκτος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσηγορίᾱ
ἀπροσήγορος
ἀπρόσικτα
ἀπρόσιτος
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπρόσκοπος
View word page
ἀ-προσδέητος
προσδέητοςονadj of a peoplenot in needw.gen.of sthg.Plb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπροσδέητος
Headword (normalized):
ἀπροσδέητος
Headword (normalized/stripped):
απροσδεητος
IDX:
564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-565
Key:
ἀπροσδέητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-προσδέητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>προσδέητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a people</Indic><Tr>not in need<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of sthg.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπροσδέητος'}