Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνοργίαστος
ᾱ̓νορέᾱ
ἀνορθιάζω
ἀνορθόω
ἄνορμος
ἀνόρνῡμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιουργίᾱ
ἀνοσιουργός
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνοτοτύζω
View word page
ἀν-ορχέομαι
ἀνορχέομαιmid.contr.vb dance with joyE.

ShortDef

to leap up and dance

Debugging

Headword:
ἀνορχέομαι
Headword (normalized):
ἀνορχέομαι
Headword (normalized/stripped):
ανορχεομαι
IDX:
5648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5649
Key:
ἀνορχέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-ορχέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀν<hyph/>ορχέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>dance with joy</Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνορχέομαι'}