Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄνοπλος
ἀνόρᾱτος
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
ᾱ̓νορέᾱ
ἀνορθιάζω
ἀνορθόω
ἄνορμος
ἀνόρνῡμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιουργίᾱ
ἀνοσιουργός
ἄνοσος
ἀνόστεος
View word page
ἀν-όροφος
ἀνόροφοςονadjprivatv.prfx., ὀροφή of rocksrooflessi.e. not forming cavesE.

ShortDef

roofless

Debugging

Headword:
ἀνόροφος
Headword (normalized):
ἀνόροφος
Headword (normalized/stripped):
ανοροφος
IDX:
5645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5646
Key:
ἀνόροφος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-όροφος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀν<hyph/>όροφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>ὀροφή</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>of rocks</Indic><Tr>roofless<Expl>i.e. not forming caves</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνόροφος'}