Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνομολογίᾱ
ἄνομος
ἀνόνητος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἄνοπλος
ἀνόρᾱτος
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
ᾱ̓νορέᾱ
ἀνορθιάζω
ἀνορθόω
ἄνορμος
ἀνόρνῡμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
View word page
ἀν-ορθιάζω
ἀνορθιάζωvbἀνά shriek outterrifying talesAnd.

ShortDef

call out, shout aloud

Debugging

Headword:
ἀνορθιάζω
Headword (normalized):
ἀνορθιάζω
Headword (normalized/stripped):
ανορθιαζω
IDX:
5640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5641
Key:
ἀνορθιάζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-ορθιάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀν<hyph/>ορθιάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ἀνά</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>shriek out</Tr><Obj>terrifying tales<Au>And.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνορθιάζω'}