Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνομολογέομαι
ἀνομολογίᾱ
ἄνομος
ἀνόνητος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἄνοπλος
ἀνόρᾱτος
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
ᾱ̓νορέᾱ
ἀνορθιάζω
ἀνορθόω
ἄνορμος
ἀνόρνῡμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
View word page
ᾱ̓νορέᾱ
ᾱ̓νορέᾱdial.fseeἠνορέη

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̓νορέᾱ
Headword (normalized):
ᾱ̓νορέᾱ
Headword (normalized/stripped):
ανορεα
IDX:
5639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5640
Key:
ᾱ̓νορέᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̓νορέᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ᾱ̓νορέᾱ</HL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>ἠνορέη</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ᾱ̓νορέᾱ'}