Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνομοιότης
ἀνομοιόω
ἀνομοίωσις
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογίᾱ
ἄνομος
ἀνόνητος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἄνοπλος
ἀνόρᾱτος
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
ᾱ̓νορέᾱ
ἀνορθιάζω
ἀνορθόω
ἄνορμος
ἀνόρνῡμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
View word page
ἀν-όρᾱτος
ἀνόρᾱτοςονadjὁρᾱτός invisiblePl.dub.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνόρᾱτος
Headword (normalized):
ἀνόρᾱτος
Headword (normalized/stripped):
ανορατος
IDX:
5636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5637
Key:
ἀνόρᾱτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-όρᾱτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν<hyph/>όρᾱτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὁρᾱτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>invisible</Tr><Au>Pl.<LblR>dub.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνόρᾱτος'}