Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνομίᾱ
ἀνομῑ́λητος
ἀνόμματος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοειδής
ἀνόμοιος
ἀνομοιότης
ἀνομοιόω
ἀνομοίωσις
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογίᾱ
ἄνομος
ἀνόνητος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἄνοπλος
ἀνόρᾱτος
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
ᾱ̓νορέᾱ
ἀνορθιάζω
View word page
ἀνομολογίᾱ
ἀνομολογίᾱᾱςfprivatv.prfx. inconsistencyin a person's characterPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνομολογίᾱ
Headword (normalized):
ἀνομολογίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ανομολογια
IDX:
5630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5631
Key:
ἀνομολογίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀνομολογίᾱ</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἀνομολογίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety>privatv.prfx.</Ety></HG> <nS1><Tr>inconsistency<Expl>in a person's character</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ἀνομολογίᾱ'}