Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομίᾱ
ἀνομῑ́λητος
ἀνόμματος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοειδής
ἀνόμοιος
ἀνομοιότης
ἀνομοιόω
ἀνομοίωσις
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογίᾱ
ἄνομος
ἀνόνητος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἄνοπλος
ἀνόρᾱτος
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
View word page
ἀνομοίωσις
ἀνομοίωσιςεωςf process of becoming dissimilarPl.

ShortDef

a making unlike, dissimilarity

Debugging

Headword:
ἀνομοίωσις
Headword (normalized):
ἀνομοίωσις
Headword (normalized/stripped):
ανομοιωσις
IDX:
5628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5629
Key:
ἀνομοίωσις

Data

{'headword_display': '<b>ἀνομοίωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνομοίωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>process of becoming dissimilar</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνομοίωσις'}