Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνολοφῡ́ρομαι
ἄνομαι
ἀνομαλίζομαι
ἀνομάλωσις
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομίᾱ
ἀνομῑ́λητος
ἀνόμματος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοειδής
ἀνόμοιος
ἀνομοιότης
ἀνομοιόω
ἀνομοίωσις
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογίᾱ
ἄνομος
ἀνόνητος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
View word page
ἀνομοιο-ειδής
ἀνομοιοειδήςέςadjἀνόμοιοςεἶδος1 of friendships betw. people w. different aimsdissimilar in natureArist.

ShortDef

of unlike kind, heterogeneous

Debugging

Headword:
ἀνομοιοειδής
Headword (normalized):
ἀνομοιοειδής
Headword (normalized/stripped):
ανομοιοειδης
IDX:
5624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5625
Key:
ἀνομοιοειδής

Data

{'headword_display': '<b>ἀνομοιο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνομοιο<hyph/>ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀνόμοιος</Ref><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of friendships betw. people w. different aims</Indic><Tr>dissimilar in nature</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνομοιοειδής'}