Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνολολύζω
ἀνολοφῡ́ρομαι
ἄνομαι
ἀνομαλίζομαι
ἀνομάλωσις
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομίᾱ
ἀνομῑ́λητος
ἀνόμματος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοειδής
ἀνόμοιος
ἀνομοιότης
ἀνομοιόω
ἀνομοίωσις
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογίᾱ
ἄνομος
ἀνόνητος
ἄνοος
View word page
ἀ-νομοθέτητος
νομοθέτητοςονadjνομοθετέω omitted from legislationof womenunregulatedArist.of lawsuits, conduct, or sim.Pl.

ShortDef

unregulated by law

Debugging

Headword:
ἀνομοθέτητος
Headword (normalized):
ἀνομοθέτητος
Headword (normalized/stripped):
ανομοθετητος
IDX:
5623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5624
Key:
ἀνομοθέτητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-νομοθέτητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>νομοθέτητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νομοθετέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>omitted from legislation</Def><aS2><Indic>of women</Indic><Tr>unregulated</Tr><Au>Arist.</Au></aS2><aS2><Indic>of lawsuits, conduct, or sim.</Indic><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἀνομοθέτητος'}