Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφῡ́ρομαι
ἄνομαι
ἀνομαλίζομαι
ἀνομάλωσις
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομίᾱ
ἀνομῑ́λητος
ἀνόμματος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοειδής
ἀνόμοιος
ἀνομοιότης
ἀνομοιόω
ἀνομοίωσις
ἀνομολογέομαι
View word page
ἀνομέω
ἀνομέωcontr.vbἄνομος break the law Hdt.

ShortDef

to act lawlessly

Debugging

Headword:
ἀνομέω
Headword (normalized):
ἀνομέω
Headword (normalized/stripped):
ανομεω
IDX:
5619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5620
Key:
ἀνομέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνομέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἄνομος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>break the law</Tr> <Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνομέω'}