Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνοκωχή
ἀνολβῑ́η
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφῡ́ρομαι
ἄνομαι
ἀνομαλίζομαι
ἀνομάλωσις
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομίᾱ
ἀνομῑ́λητος
ἀνόμματος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοειδής
ἀνόμοιος
ἀνομοιότης
ἀνομοιόω
View word page
ἀν-ομάλωσις
ἀνομάλωσιςεωςfὁμαλός equalisation, levellingw.gen.of property, i.e. its ownership, among citizensArist.

ShortDef

restoration of equality, equalization

Debugging

Headword:
ἀνομάλωσις
Headword (normalized):
ἀνομάλωσις
Headword (normalized/stripped):
ανομαλωσις
IDX:
5617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5618
Key:
ἀνομάλωσις

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-ομάλωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀν<hyph/>ομάλωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ὁμαλός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>equalisation, levelling<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of property, i.e. its ownership, among citizens</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνομάλωσις'}