Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄνοιτο
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβῑ́η
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφῡ́ρομαι
ἄνομαι
ἀνομαλίζομαι
ἀνομάλωσις
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομίᾱ
ἀνομῑ́λητος
ἀνόμματος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοειδής
ἀνόμοιος
View word page
ἄνομαι
ἄνομαιmid.vbseeἀνύω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄνομαι
Headword (normalized):
ἄνομαι
Headword (normalized/stripped):
ανομαι
IDX:
5615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5616
Key:
ἄνομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἄνομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἄνομαι</HL><PS>mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνύω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἄνομαι'}