Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνοιστρέω
ἄνοιτο
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβῑ́η
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφῡ́ρομαι
ἄνομαι
ἀνομαλίζομαι
ἀνομάλωσις
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομίᾱ
ἀνομῑ́λητος
ἀνόμματος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοειδής
View word page
ἀν-ολοφῡ́ρομαι
ἀνολοφῡ́ρομαιmid.vb mourn loudlyfor a lossTh. Pl. X.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνολοφῡ́ρομαι
Headword (normalized):
ἀνολοφῡ́ρομαι
Headword (normalized/stripped):
ανολοφυρομαι
IDX:
5614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5615
Key:
ἀνολοφῡ́ρομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-ολοφῡ́ρομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀν<hyph/>ολοφῡ́ρομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>mourn loudly<Expl>for a loss</Expl></Tr><Au>Th. Pl. X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνολοφῡ́ρομαι'}