Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνοῖσαι
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἄνοιτο
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβῑ́η
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφῡ́ρομαι
ἄνομαι
ἀνομαλίζομαι
ἀνομάλωσις
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομίᾱ
ἀνομῑ́λητος
ἀνόμματος
View word page
ἀνολκή
ἀνολκήῆςfἀνέλκω hauling upw.gen.of rocksTh.

ShortDef

a hauling up

Debugging

Headword:
ἀνολκή
Headword (normalized):
ἀνολκή
Headword (normalized/stripped):
ανολκη
IDX:
5612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5613
Key:
ἀνολκή

Data

{'headword_display': '<b>ἀνολκή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνολκή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀνέλκω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>hauling up<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of rocks</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνολκή'}