Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄνοιξα
ἄνοιξις
ἀνοῖσαι
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἄνοιτο
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβῑ́η
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφῡ́ρομαι
ἄνομαι
ἀνομαλίζομαι
ἀνομάλωσις
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομίᾱ
View word page
ἀνόλεθρος
ἀνόλεθροςep.adjseeἀνώλεθρος

ShortDef

not ruined, having escaped ruin

Debugging

Headword:
ἀνόλεθρος
Headword (normalized):
ἀνόλεθρος
Headword (normalized/stripped):
ανολεθρος
IDX:
5610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5611
Key:
ἀνόλεθρος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνόλεθρος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνόλεθρος</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνώλεθρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνόλεθρος'}