Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπροβούλευτος
ἀπροβουλίᾱ
ἀπρόβουλος
ἀπροθέτως
ἀπρόθῡμος
ἄπροικος
ἀπρομήθητος
ἀπρομηθίᾱ
ἀπρονόητος
ἀπρόξενος
ἀπρόοπτος
ἀπρόρρητος
ἀπρόσβατος
ἀπροσδεής
ἀπροσδέητος
ἀπρόσδεικτος
ἀπρόσδεκτος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσηγορίᾱ
ἀπροσήγορος
ἀπρόσικτα
View word page
ἀ-πρόοπτος
πρόοπτοςονadj of sufferingunforeseenA.

ShortDef

unforeseen

Debugging

Headword:
ἀπρόοπτος
Headword (normalized):
ἀπρόοπτος
Headword (normalized/stripped):
απροοπτος
IDX:
560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-561
Key:
ἀπρόοπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-πρόοπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>πρόοπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of suffering</Indic><Tr>unforeseen</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπρόοπτος'}