Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνοιμώζω
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξα
ἄνοιξις
ἀνοῖσαι
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἄνοιτο
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβῑ́η
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφῡ́ρομαι
ἄνομαι
ἀνομαλίζομαι
ἀνομάλωσις
ἄνομβρος
View word page
ἀνολβῑ́η
ἀνολβῑ́ηηςep.Ion.fἄνολβος lack of prosperityHes. gener.misfortuneArchil.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνολβῑ́η
Headword (normalized):
ἀνολβῑ́η
Headword (normalized/stripped):
ανολβιη
IDX:
5608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5609
Key:
ἀνολβῑ́η

Data

{'headword_display': '<b>ἀνολβῑ́η</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνολβῑ́η</HL><Infl>ης</Infl><PS>ep.Ion.f</PS><Ety><Ref>ἄνολβος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lack of prosperity</Tr><Au>Hes.</Au></nS1> <nS1><Indic>gener.</Indic><Tr>misfortune</Tr><Au>Archil.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνολβῑ́η'}